λουφάρι

λουφάρι
Κοινή ονομασία τελεόστεων ψαριών του είδουςPomatomus saltator, της οικογένειας των ποματιδών, της τάξης των περκομόρφων. Έχει μακρύ και πεπιεσμένο σώμα με μικρά, κυκλοειδή λέπια· η κάτω γνάθος είναι μακρύτερη και προεξέχει από την επάνω. Έχει δυνατά και οξεία δόντια που σχηματίζουν μία μονή σειρά στις δύο γνάθους και στον ουρανίσκο. Το χρώμα του είναι μολυβί ή αργυρόχροο στην κοιλιά και γαλαζοπράσινο στη ράχη. Το μήκος του μπορεί να φτάσει τα 1,2 μ. και το βάρος του τα 14 κιλά, αν και συνήθως το μέγεθός του κυμαίνεται από 20 έως 60 εκ. Συναντάται κυρίως στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου, στη Μαύρη θάλασσα και στον Ατλαντικό ωκεανό. Ψαρεύεται για το νόστιμο κρέας του. Στην Ελλάδα το λ. καλείται και γοφάρι.
* * *
το
το ψάρι γοφάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γουφάρι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λουφάρι — το το γουφάρι (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • луфарь — мелкая рыба, похожая на сельдь, Lichia аmiа , южн. (Даль). Из нов. греч. λουφάρι, γουφάρι – то же (Гофман–Иордан 257); см. Фасмер, Гр. сл. эт. 117. О греч. слове см. Г. Майер, Türk. St. 1, 24 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”